- καταγογγύζουσι
- καταγογγύζωmurmur againstpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)καταγογγύζωmurmur againstpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγογγύζω — (AM) μουρμουρίζω με δυσφορία εναντίον κάποιου, επιπλήττω κάποιον («καταγογγύζουσι τοῡ Δημητρίου», ΠΔ) … Dictionary of Greek